Αραβόσιτος - Zea mays - Καλαμπόκι
Γενικά
Ο αραβόσιτος είναι ένα C4 ανοιξιάτικο κτηνοτροφικό σιτηρό που ανήκει στην οικογένεια των αγρωστωδών (Poaceae) και κατάγεται από την Αμερική. Τα πιθανότερα κέντρα καταγωγής είναι η Κεντρική Αμερική και το Μεξικό, όπου απαντάται σε μεγάλη ποικιλία τύπων μαζί με άλλα συγγενή είδη (Euchlaena και Tripsacum). Η καλλιέργεια του αραβόσιτου παρουσιάζει παγκόσμια εξάπλωση (μεταξύ 580 ΒΠ και 40 0 ΝΠ). Στην Ελλάδα η καλλιέργεια καταλαμβάνει έκταση περίπου 2.000.000 στρ, με μέση απόδοση 1000-1100 χλγ/στρ και κύριες περιοχές παραγωγής τη Μακεδονία, Θράκη και Ήπειρο.
Ο αραβόσιτος καλλιεργείται για τον καρπό του που προορίζεται παραδοσιακά για τη διατροφή ζώων αλλά και για άμεση κατανάλωση. Άλλες χρήσεις του καρπού περιλαμβάνουν την εξαγωγή βρώσιμου ελαίου, την παρασκευή αλεύρου για την αρτοποιία και τη ζαχαροπλαστική, καθώς και την αξιοποίηση του αμύλου για παραγωγή αλκοολούχων ποτών και γλυκαντικών (σιρόπια φρουκτόζης). Διάφορα συστατικά του καρπού αξιοποιούνται επίσης στη βιομηχανία για την παραγωγή καλλυντικών σκευασμάτων, φαρμάκων, βιοαποικοδομούμενων υλικών, πλαστικών, καθώς και στη σαπωνοποιία και χαρτοβιομηχανία. Τα τελευταία χρόνια η καλλιέργεια αραβόσιτου αποτελεί τη σημαντικότερη μετά το ζαχαροκάλαμο πρώτη ύλη παραγωγής βιοαιθανόλης, κυρίως στις ΗΠΑ.
Προσαρμοστικότητα
Λόγω της μεγάλης του προσαρμοστικότητας και ποικιλομορφίας, ο αραβόσιτος καλλιεργείται σε μεγάλο εύρος κλιματικών συνθηκών και εδαφικών τύπων, αλλά ως τροπικής προέλευσης φυτό προτιμά τα θερμά κλίματα. Η βλάστηση του σπόρου απαιτεί θερμοκρασίες μεγαλύτερες των 10 0C, ενώ η ανάπτυξη επιταχύνεται σε θερμοκρασίες που κυμαίνονται μεταξύ 24-30 και 14-150C για την ημέρα και νύχτα, αντίστοιχα. Η ανάπτυξη του αραβόσιτου απαιτεί άφθονη ηλιοφάνεια. Οι μεγάλες 30 ημέρες επιμηκύνουν την περίοδο βλάστησης ενώ αντίθετα, ημέρες μικρού μήκους επιταχύνουν την άνθιση και περιορίζουν τη βλαστική ανάπτυξη. Είναι φυτό απαιτητικό σε υγρασία καθ' όλη τη διάρκεια της ανάπτυξής του και κυρίως κατά την έκπτυξη των αρσενικών ταξιανθιών. Η καλλιέργεια του εντοπίζεται κυρίως σε περιοχές με μέση ετήσια βροχόπτωση 400-800 χιλ, ενώ σε περιοχές με χαμηλή ή καθόλου βροχόπτωση η επίτευξη ικανοποιητικών αποδόσεων πραγματοποιείται μόνο με την εφαρμογή άρδευσης. Ο αραβόσιτος αναπτύσσεται καλά σε γόνιμα, πλούσια και επαρκώς στραγγιζόμενα εδάφη. Τα πλέον κατάλληλα για την καλλιέργεια του αραβόσιτου είναι τα πηλώδη και ιλυοπηλώδη εδάφη.
Περιγραφή – Βιολογικός κύκλος
Το ριζικό σύστημα του αραβόσιτου είναι θυσσανώδες και φέρει φτωχές διακλαδώσεις. Αποτελείται από τις εμβρυακές ρίζες που διακρίνονται σε πρωτογενείς και δευτερογενείς, τις μόνιμες που συνιστούν την κύρια μάζα του ριζικού συστήματος, και τις εναέριες που εκφύονται από τους 2-3 πρώτους κόμβους πάνω από την επιφάνεια του εδάφους. Το κυρίως ριζικό σύστημα εισχωρεί σε βάθος 75 εκατ με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση στα επιφανειακά στρώματα, ενώ οι εμβρυακές ρίζες μπορεί να φθάσουν και σε βάθος 1.5 μ.
Το στέλεχος είναι κάλαμος συμπαγής, κυλινδρικός, με ύψος που κυμαίνεται μεταξύ 60 εκατ και 4 μ. Το στέλεχος φέρει γόνατα λεία από τα οποία εκφύεται ένας οφθαλμός. Οι οφθαλμοί που βρίσκονται κοντά στην επιφάνεια του εδάφους συνήθως αδερφώνουν, ενώ αντίθετα οι ανώτεροι σχηματίζουν άνθη και συχνά εξελίσσονται σε σπάδικες. Τα φύλλα είναι χωρίς ωτία, με πεπλατυσμένα ελάσματα που φέρουν ανεπτυγμένο κεντρικό νεύρο και δυσδιάκριτες κάθετες νευρώσεις. Τα φύλλα αποτελούνται από κολεό, έλασμα και γλωσσίδια και εκφύονται κατ' εναλλαγή, ένα σε κάθε κόμβο ενώ ο αριθμός τους εξαρτάται από την πρωιμότητα του υβριδίου. Συνήθως οι πρώιμες ποικιλίες έχουν 9-10, οι μεσοπρώϊμες 11-14 και οι όψιμες μέχρι και 25 φύλλα. Ο αραβόσιτος είναι κλασσικό σταυρογονιμοποιούμενο (93-97%) φυτό. Είναι μόνοικο, δίκλινο φυτό, με την αρσενική ταξιανθία να βρίσκεται στην κορυφή του φυτού και τη θηλυκή στη μέση του στελέχους. Η θηλυκή ταξιανθία είναι σπάδικας και η αρσενική ταξιανθία είναι φόβη και εκφύεται από το στέλεχος. Ο κεντρικός άξονας των ταξιανθιών φέρει. Ο καρπός είναι καρύοψη και αποτελείται από το περικάρπιο, το ενδοσπέρμιο και το έμβρυο. Βάση της υφής του, το ενδοσπέρμιο διακρίνεται σε υαλώδες και αλευρώδες. Αρσενική και θηλυκή ταξιανθία, σπάδικας κατά το γέμισμα και ώριμος σπάδικας. Ο βιολογικός κύκλος του αραβόσιτου δεν διαφέρει από αυτόν των άλλων σιτηρών. Η εκτίμηση της πρωιμότητας, ιδιαίτερα σημαντική για την αξιοποίηση των διάφορων ποικιλιών, πραγματοποιείται είτε με τον αριθμό ημερών μέχρι τη φυσιολογική ωρίμανση είτε με το δείκτη FAO. Κατά τον πρώτο τρόπο υπολογίζεται ο ελάχιστος αριθμός ημερών που παραμένει το φυτό στον αγρό, ενώ ο δείκτης FAO λαμβάνει υπόψη το βιολογικό κύκλο του φυτού από την σπορά έως την άνθιση. Ένας τρίτος τρόπος εκτίμησης της πρωιμότητας είναι το άθροισμα των θερμικών μονάδων ημέρας (ΘΜΗ). Νεαρή φυτεία, βλαστικό και αναπαραγωγικό στάδιο αραβοσίτου.
Ποικιλίες
Ο αραβόσιτος (2n = 20) περιλαμβάνει 6 τύπους, οι οποίοι διακρίνονται με βάση το σχήμα του σπόρου και τα χαρακτηριστικά του ενδοσπερμίου. Ο βασικός τύπος που χρησιμοποιείται και για την παραγωγή βιοαιθανόλης είναι ο οδοντωτός (dent corn- Zea mays var. indentata): ο σπόρος χαρακτηρίζεται από την κοιλότητα στην κορυφή του και το περιφερειακά σκληρό αλλά κατά το μεγαλύτερο ποσοστό μαλακό, ενδοσπέρμιό του. Είναι ο πλέον παραγωγικός και περισσότερο χρησιμοποιούμενος τύπος στον οποίο ανήκουν τα καλλιεργούμενα απλά υβρίδια. Τύποι για άλλες χρήσεις είναι οι α) σκληρόκοκκος (flint corn- Zea mays var. indurata), β) γλυκός (sweet corn- Zea mays var. saccharata και Zea mays var. Rugosa), γ) μικρόκκοκος (pop corn- Zea mays var. everta), δ) αλευρώδης (soft ή flour corn- Zea mays var. amylacea) και ε) κηρώδης (waxy corn- Zea mays var. ceratina).
Υπάρχει πληθώρα υβριδίων αραβοσίτου στην Ελληνική αγορά, με διάφορα χαρακτηριστικά που ενδιαφέρουν ανάλογα με την περιοχή, τις ασθένειες, την πρωιμότητα κλπ. Η μεγάλη πλειονότητα των καλλιεργούμενων υβριδίων είναι προϊόντα των γνωστών πολυεθνικών σποροπαραγωγικών οίκων, ενώ υπάρχει και ένας μικρός αριθμός ποικιλιών εγχώριων βελτιωτικών προγραμμάτων.
Ιδιαίτερα για την μεγιστοποίηση της παραγωγής βιοαιθανόλης, όλες οι προαναφερθείσες πολυεθνικές εταιρίες έχουν ήδη προωθήσει στην αγορά υβρίδια υψηλών ολικών ζυμώσιμων (HTF) που αποδίδουν μεγαλύτερη ποσότητα ζυμώσιμου αμύλου. Τέτοια υβρίδια δοκιμάζονται ήδη στη χώρα μας από το ΓΠΑ.
Αμειψισπορά
Η αμειψισπορά συστήνεται σε καλλιέργειες όπου υπάρχουν εκτεταμένες απώλειες από εχθρούς ή/και ασθένειες ή όταν δεν ακολουθείται η εφαρμογή κατάλληλης λίπανσης, οπότε η εναλλαγή πχ. με ψυχανθές μπορεί να βελτιώσει τη δομή και τη σύσταση του εδάφους. Κατάλληλα συστήματα αμειψισποράς περιλαμβάνουν την εναλλαγή αραβόσιτος-χειμερινό σιτηρό, βαμβάκι-αραβόσιτος-ψυχανθές, αραβόσιτος-σιτάρι-ψυχανθές-κριθάρι, κλπ. Επίσης, ο αραβόσιτος μπορεί να συγκαλλιεργηθεί με άλλα είδη ή να καλλιεργηθεί ως επίσπορη καλλιέργεια εφόσον χρησιμοποιούνται υβρίδια μικρού βιολογικού κύκλου (έως και 450 FAO) και εξασφαλισθεί η καλλιέργεια από τις προσβολές της σεσάμια και της πυραλίδας.
Προετοιμασία αγρού
Κατά τη φθινοπωρινή περίοδο, συστήνεται όργωμα σε μέτριο βάθος που εξυπηρετεί στη βελτίωση της υγρασίας και αερισμού του εδάφους καθώς και στην καταπολέμηση των χειμερινών ζιζανίων. Κατά το τέλος του χειμώνα ή την αρχή της άνοιξης πραγματοποιείται ελαφρά κατεργασία με εδαφοκαλλιεργητή για τη δημιουργία σποροκλίνης με κατάλληλη δομή για την εξασφάλιση γρήγορου και ομοιόμορφου φυτρώματος, τη βελτίωση των φυσικών ιδιοτήτων του εδάφους και την καταπολέμηση των ανοιξιάτικων ζιζανίων.
Σπορά
Η σπορά πραγματοποιείται την άνοιξη, όταν η θερμοκρασία εδάφους είναι μεγαλύτερη από 10 0C. Στη χώρα μας, η σπορά γίνεται κατά την περίοδο από τέλη Μαρτίου με τέλη Απριλίου και ως επίσπορη καλλιέργεια ο αραβόσιτος σπέρνεται τους μήνες Ιούνιο ή Ιούλιο. Γενικά, συστήνεται πρώιμη σπορά για την αποφυγή καταστροφής των σπορόφυτων από τις ξηροθερμικές συνθήκες του καλοκαιριού.
Η σπορά γίνεται με πνευματικές μηχανές γραμμικά σε αποστάσεις 75 και 20 εκατ μεταξύ των γραμμών και επί της γραμμής, αντίστοιχα. Το βάθος σποράς εξαρτάται από τη θερμοκρασία, υγρασία και σύσταση του εδάφους. Συνήθως η σπορά γίνεται σε βάθος 3-5 εκατ αλλά σε ξηρά εδάφη μπορεί να φθάσει τα 5-7 εκατ. Η απαιτούμενη ποσότητα σπόρου είναι 2-3 χλγ/στρ, ανάλογα με την επιθυμητή πυκνότητα της καλλιέργειας και το βάρος 1000 σπόρων. Η πυκνότητα σποράς εξαρτάται κυρίως από το βιολογικό κύκλο του υβριδίου, τη γονιμότητα του εδάφους και την επάρκεια εδαφικής υγρασίας. Έτσι, σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Σιτηρών, ο αριθμός φυτών ανά στρέμμα κυμαίνεται μεταξύ 6500-7500 (FAO: 700-800), 7500-8000 (FAO: 500-650) και 8000-9000 (FAO: <450).
Ζιζανιοκτονία
Ο αραβόσιτος είναι ευαίσθητος στον ανταγωνισμό από ζιζάνια κυρίως τις πρώτες 3-5 εβδομάδες μετά την εμφάνιση των σπορόφυτων. Οι σοβαρότερες απώλειες προκαλούνται από αγρωστώδη όπως το αιματόχορτο (Digitaria sanguinalis), ο βέλιουρας (Sorghum halepense), η μουχρίτσα (Echinocloa crus-galli) και η σετάρια (Setaria viridis). Από τα πλατύφυλλα ζιζάνια τα περισσότερο επιβλαβή για την καλλιέργεια είναι η αγριοβαμβακιά (Abutilon theophrastι), το ξάνθιο (Xanthium strumarium), η αγριομελιτζάνα (Solanum nigrum), το βλήτο (Amaranthus retroflexus), η λουβουδιά (Chenopodium album) και ο τάτουλας (Datura stramonium).
Η αντιμετώπιση των ζιζανίων βασίζεται σε ζιζανιοκτόνα, καλλιεργητικές πρακτικές ή και συνδυασμό τους. Η χημική καταπολέμηση είναι απαραίτητη όταν υπάρχουν δυσεξόντωτα, σε μεγάλο πληθυσμό ζιζάνια. Κατάλληλα ζιζανιοκτόνα είναι αυτά της οικογένειας των χλωροτριαζινών, οξυακεταμιδίων και χλωροακεταμιδίων που εφαρμόζονται προσπαρτικά με ενσωμάτωση, και των διπυριλιδίων, φαινοξυαλκανοϊκών και χλωροτριαζινών που εφαρμόζονται προφυτρωτικά ή μεταφυτρωτικά. Οι καλλιεργητικές πρακτικές που μπορεί να συμβάλλουν στην καταπολέμηση των ζιζανίων αφορούν κυρίως στην κατάλληλη προετοιμασία εδάφους, στην επιλογή κατάλληλου υβριδίου και πυκνότητας φύτευσης, στη σωστή άρδευση και λίπανση και στην εφαρμογή συστημάτων αμειψισποράς.
Λίπανση
Οι σύγχρονες ποικιλίες-υβρίδια αραβοσίτου χαρακτηρίζονται από υψηλές απαιτήσεις σε θρεπτικά στοιχεία. Οι ανάγκες της καλλιέργειας εξαρτώνται από την πρωιμότητα της ποικιλίας και είναι υψηλότερες για τα υβρίδια μεγάλου βιολογικού κύκλου. Ο ρυθμός πρόσληψης είναι βραδύς κατά το βλαστικό στάδιο, τις πρώτες 35- 40 ημέρες, και επιταχύνεται κατά το μικτό και αναπαραγωγικό στάδιο, περίπου 90- 100 ημέρες μετά την σπορά.
Οι ανάγκες του φυτού σε άζωτο και φώσφορο είναι υψηλές σε όλη τη διάρκεια του βιολογικού του κύκλου και ιδιαίτερα κατά το στάδιο της άνθισης και ωρίμανσης, ενώ αντίθετα οι απαιτήσεις σε μαγγάνιο, ψευδάργυρο, σίδηρο, βόριο και χαλκό είναι σημαντικά μειωμένες. Η έλλειψη αζώτου προκαλεί μείωση του ρυθμού ανάπτυξης και καχεξία, η ανεπάρκεια σε φώσφορο μειώνει τον αριθμό σπόρων και το μέγεθος του σπάδικα, ενώ η έλλειψη καλίου προκαλεί νανισμό και ευπάθεια στο πλάγιασμα. Η συνήθης βασική λίπανση περιλαμβάνει 10-15 μονάδες αζώτου, 5-6 μονάδες φωσφόρου και 10-20 μονάδες καλίου ενώ δίδονται και επιφανειακά 13-15 μονάδες αζώτου όταν τα φυτά έχουν ύψος 50-60 εκατ.
Άρδευση
Οι απαιτήσεις του αραβοσίτου σε νερό είναι αυξημένες συγκριτικά με άλλα σιτηρά και κυμαίνονται μεταξύ 400 και 800 χιλ στη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου. Στα αρχικά στάδια ανάπτυξης, οι ανάγκες σε νερό είναι σχετικά χαμηλές και συνήθως αποφεύγεται η άρδευση έτσι ώστε να αναγκαστεί το φυτό να αναπτύξει βαθύ ριζικό σύστημα για την αποτελεσματική χρήση της εδαφικής υγρασίας και την ελαχιστοποίηση του κινδύνου πλαγιάσματος. Οι μεγαλύτερες απαιτήσεις του φυτού σε νερό παρουσιάζονται πριν και κατά την περίοδο της άνθισης έως και το πέρας της φυσιολογικής ωρίμανσης του φυτού. Στην Ελλάδα, όπου οι ετήσιες βροχοπτώσεις αποδίδουν περίπου 250 χιλ νερού, απαιτείται η εφαρμογή 150-550 χιλ νερού άρδευσης κατανεμημένου με τρόπο που να καλύπτονται οι ανάγκες του φυτού στα επιμέρους στάδια ανάπτυξης. Κατά κανόνα και εφόσον υπάρχει διαθέσιμο νερό τα φυτά θα πρέπει να αρδεύονται πριν εκδηλωθούν συμπτώματα μαρασμού. Όταν το νερό άρδευσης είναι περιορισμένο συνιστώνται τρεις αρδεύσεις και εφαρμόζονται 15 περίπου ημέρες πριν το ξεστάχυασμα, κατά το ξεστάχυασμα και 15 ημέρες μετά το ξεστάχυασμα. Στη χώρα μας, η εφαρμογή άρδευσης πραγματοποιείται με καταιονισμό, αυλάκια, ή με σταγόνες.
Φυτοπροστασία
Η καλλιέργεια του αραβόσιτου πλήττεται από πλήθος μυκήτων που προσβάλλουν είτε τα νεαρά φύλλα και στελέχη είτε τις ρίζες του φυτού. Οι κυριότερες ασθένειες που προσβάλουν το υπέργειο μέρος των φυτών είναι οι ελμινθοσποριάσεις (Helminthosporium spp), οι σκωριάσεις (Puccinia sorghi), οι ανθρακώσεις (Ustilago maydis-κοινός άνθρακας και Spahacelotheca reiliana ή Sporisorium reilianum-άνθρακας των ταξιανθιών), το φουζάριο (Fusarium spp.), και η ριζοκτονίαση (Rhizoctonia) κ.α. Η καταπολέμησή τους πραγματοποιείται με τη χρήση υγιούς, απολυμασμένου με κατάλληλα μυκητοκτόνα (σκευάσματα της οικογένειας των αιθυλενοδιθειοκαρβαμιδικών, διθειοκαρβαμιδικών κ.α.) σπόρου, τη χρήση ανθεκτικών υβριδίων, την εφαρμογή συστημάτων αμειψισποράς και την εκρίζωση και καταστροφή των μολυσμένων φυτών-εθελοντών. Σημαντικές για την καλλιέργεια του αραβοσίτου είναι οι ασθένειες που προκαλούν σάπισμα των ριζών και του στελέχους (Diplodia zeae) και σάπισμα των σπαδίκων (Diplodia zeae, Gibberella zeae, Nigrospora oryzae, Physalospora zea). Για την καταπολέμηση τους συστήνεται η εφαρμογή μυκητοκτόνων της οικογένειας των κινονών με παράλληλη χρήση ανθεκτικών υβριδίων και συστημάτων αμειψισποράς.
Οι σημαντικότερες ιολογικές ασθένειες που προσβάλλουν την καλλιέργεια του αραβοσίτου στη χώρα μας, είναι ο ιός Maize Dwarf Mosaic Virus ή MDMV, και ο ιός Maize Rough Dwarf Virus ή MRMV. Η καταπολέμηση τους πραγματοποιείται με την εξόντωση των φυτών ξενιστών (π.χ. Sorghum halepense, Digitaria sanguinalis, Echinochloa crus-galli), και των εντόμων φορέων (Homoptera) σε συνδυασμό με όψιμη σπορά.
Τα σημαντικότερα από τα έντομα που πλήττουν το υπέργειο μέρος του φυτού είναι το πράσινο σκουλήκι (Helicoverpa armigera), η πυραλίδα (Ostrinia (Pyrausta) nubilalis), η σεσάμια (Sesamia monagrioides και Sesamia cretica) και οι αφίδες των φύλλων (Aphis maydis). Η καταπολέμησή τους πραγματοποιείται είτε χημικά είτε με τη χρησιμοποίηση ανθεκτικών υβριδίων, φθινοπωρινών αρόσεων και την καταστροφή των υπολειμμάτων της καλλιέργειας. Από τα έντομα που προσβάλλουν τα υπόγεια μέρη του φυτού σημαντικότερα είναι τα κολεόπτερα διαφόρων γενών της οικογένειας Elateridae, κυρίως οι σιδεροσκώληκες (Agriotes και Μelanotus), οι αγρότιδες (οικ. Noctuidae) και ιδιαίτερα η καραφατμέ (Agrostis segetum), η υλέμυα (Delia (Phorbia) platura ή Hylemia cilicrura), οι ασπροσκώληκες (οικ. Searabaeidae) και οι αφίδες των ριζών (Anuraphis maydiradicis). Ο έλεγχος των συγκεκριμένων εντόμων επιτυγχάνεται με την εφαρμογή εντομοκτόνων της οικογένειας των οργανοφωσφορικών (προφυτρωτικά με ενσωμάτωση) ή της οικογένειας των πυρεθρινοειδών, καρβαμιδικών κλπ (μεταφυτρωτικά με ψεκασμούς φυλλώματος) σε συνδυασμό με καλλιεργητικές τεχνικές που περιλαμβάνουν καλοκαιρινές αρόσεις και αμειψισπορά. Τα κυριότερα αποθηκευτικά έντομα είναι ο σκόρος του σιταριού (Tinea granella), η εφέστια (Ephestia kuhniella), η πλόντια (Plodia interpunctella), η ψείρα του σιταριού και ρυζιού (Calandra granaria και C. Granagia) και το μαύρο σκαθάρι του σιταριού (Tenebrioides mauritanicus). Η καταπολέμηση γίνεται κυρίως με οργανοφωσφορικά σκευάσματα.
Συγκομιδή
Ο αραβόσιτος συγκομίζεται όταν το ποσοστό υγρασίας των σπόρων είναι μεταξύ 14 και 30%. Περαιτέρω επιμήκυνση της περιόδου συγκομιδής δεν επιδρά στις αποδόσεις αλλά συμβάλλει στη φυσιολογική ξήρανση του κόκκου υπό φυσικές συνθήκες. Μακροσκοπικά το στάδιο της ωριμότητας του αραβοσίτου συμπίπτει με το κιτρίνισμα των φύλλων και την σταδιακή ξήρανση των βράκτιων φύλλων. Εάν είναι αδύνατη η φυσική μείωση της υγρασίας, το καλαμπόκι συγκομίζεται με υψηλότερη υγρασία και οδηγείται σε ξηραντήρια ώστε να επιτευχθεί το επιθυμητό επίπεδο με παράλληλη όμως αύξηση του κόστους παραγωγής. Η συγκομιδή του αραβοσίτου πραγματοποιείται α) με συλλεκτικές μηχανές σπαδίκων, που συγκομίζουν τους σπάδικες από δύο ή περισσότερες γραμμές ταυτόχρονα και ακολούθως αυτοί αφήνονται για φυσική ξήρανση ή β) με θεριζοαλωνιστικές μηχανές που κατά τη συγκομιδή αφαιρούν τα βράκτια και δίνουν απευθείας τον σπόρο. Συγκομιδή αραβοσίτου.
Αποθήκευση
Κατά την αποθήκευση, η υγρασία του σπόρου θα πρέπει να είναι μικρότερη του 14%. Εάν η συγκομιδή πραγματοποιηθεί όταν η υγρασία του καρπού είναι υψηλότερη συστήνεται ξήρανση με φυσικά ή τεχνητά μέσα. Η ξήρανση πραγματοποιείται σε ειδικά ξηραντήρια που λειτουργούν είτε με τη δίοδο ρεύματος αέρα ή με διακοπτόμενη ξήρανση και εξαερισμό. Η αποθήκευση του αραβοσίτου πραγματοποιείται σε κατάλληλα σιλό.
Αποδόσεις – Ενεργειακές δυνατότητες
Η μέση απόδοση του αραβοσίτου στη χώρα μας είναι περί τα 1000-1100 χλγ/στρ ενώ το εύρος αποδόσεων που έχει σημειωθεί κυμαίνεται από 600 έως και 1700 χλγ/στρ. Συνήθως, η απομένουσα φυτική μάζα (στελέχη) έχει το ίδιο βάρος με αυτό του συγκομιζόμενου καρπού. Με βάση την απόδοση σε καρπό, και με δεδομένο ότι από 1 χλγ καρπού σιτηρών παράγονται 0.39 λίτρα βιοαιθανόλης (δεδομένα από σύγχρονη βιομηχανική μονάδα), από ένα στρέμμα αραβοσίτου μπορούν να παραχθούν περί τα 380-400 λίτρα βιοαιθανόλης. Όμως, το ενεργειακό ισοζύγιο της παραγωγής είναι ιδιαίτερα μικρό (1.3) ενώ και η μείωση των αερίων του θερμοκηπίου, σε σχέση με τη βενζίνη, είναι επίσης μικρή (περί το 18-20%). Παράγονται επίσης 350 χλγ υψηλής προστιθέμενης αξίας ζωοτροφή (DDGS).
Εάν αξιοποιηθούν τα λιγνοκυτταρινούχα υπολείμματα της συγκομιδής για παραγωγή βιοαιθανόλης 2ης γενιάς, τότε προστίθενται περί τα 250 λίτρα στη στρεμματική απόδοση που έτσι φθάνει τα 630 -650 λίτρα βιοαιθανόλης. Επειδή το ενεργειακό ισοζύγιο για λιγνοκυτταρινούχα βιοαιθανόλη είναι τουλάχιστον 5-6 και η μείωση των αερίων του θερμοκηπίου περίπου 70-80 % είναι εμφανές ότι εκτός από την αύξηση της απόδοσης, υπάρχει σημαντική συνολική βελτίωση των περιβαλλοντικών ιδιοτήτων της βιοαιθανόλης. Βεβαίως στην πράξη, για λόγους διατήρησης των ιδιοτήτων του εδάφους, θα αφαιρείται μόνο το 30 % των υπολειμμάτων με αντίστοιχη μείωση των προστιθέμενων ωφελειών.
Πηγή minagric.gr